- σαϊμίρι
- το, Νζωολ. γένος μικρών δενδρόβιων πλατύρρινων πιθήκων τής τροπικής Αμερικής με εμφανείς κυνόδοντες, μεγάλη ουρά και γκριζοκίτρινο τρίχωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. saimiri < πορτογαλ. saimiri < caimiri «μικρός πίθηκος», λ. τής γλώσσας Τούπι].
Dictionary of Greek. 2013.